ξημερώματα

ξημερώματα
взори

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Giorgos Zampetas — ( el. Γιώργος Ζαμπέτας, sometimes romanized as George Zambetas) was a well known bouzouki musician. He was born in 25 January 1925 in Athens but his origins are from Kifnos. He died in 10 March 1992.Early yearsGiorgos Zampetas, Greek music… …   Wikipedia

  • ξημέρωμα — το [ξημερώνω] 1. η ανατολή τής ημέρας, αυγή, χαραυγή 2. αγρύπνια μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες 3. (συν. στον πληθ, ως επίρρ.) ξημερώματα με την αυγή («ξημερώματα θα ξεκινήσουμε») 4. φρ. «καλό ξημέρωμα» λέγεται ως χαιρετισμός, αντί καληνύχτα, σε… …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • Δελφοί — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.373 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, 21 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο σημερινός οικισμός διαδέχτηκε τον παλαιότερο… …   Dictionary of Greek

  • έως — Γένος πτηνών της οικογένειας των ψιττακιδών. Πρόκειται για μικρούς παπαγάλους με χρώμα πορτοκαλί ή ανοιχτό κόκκινο. Το ράμφος τους είναι γαμψό και μυτερό και το πάνω σαγόνι τους κινητό. Στα πόδια τους έχουν δύο δάχτυλα εμπρός και δύο πίσω και για …   Dictionary of Greek

  • αγιάζι — το 1. πρωινή ή απογευματινή ατμοσφαιρική υγρασία, πάχνη 2. το διαπεραστικό κρύο, κυρίως κατά τη νύχτα και τα ξημερώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ayaz] …   Dictionary of Greek

  • ακρονύκτιος — α, ο και ακρόνυχτος, η, ο (AM ἀκρονύκτιος, ιον, Α και ἀκρόνυκτος, ον) αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει κατά την αρχή τής νύχτας, στο σούρουπο νεοελλ. (το ουδ. ως επίρρ.) το ακρόνυχτο τα ξημερώματα, την αυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + νύκτιος <… …   Dictionary of Greek

  • κοντά — (I) (Μ κοντά) επίρρ. 1. (τοπικό) πλησίον, εγγύς, δίπλα («μένει κοντά στη μητέρα της») 2. (χρονικό ή ποσοτικό) σχεδόν, περίπου (α. «είναι κοντά πέντε μέρες που περιμένω την απάντησή σου» β. «η συνεδρίαση τελείωσε κοντά στα ξημερώματα») νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • ξημεροβραδιάζομαι — 1. περνώ κάπου ολόκληρη την ημέρα, από τα ξημερώματα ως το βράδυ («ξημεροβραδιάζεται στα καφενεία») 2. αφοσιώνομαι με ζήλο σε ένα έργο αφιερώνοντας όλες τις ώρες μου («ξημεροβραδιάζεται διαβάζοντας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξημερώνομαι + βραδιάζομαι] …   Dictionary of Greek

  • ποδιαφωτίσματα — τα, [ποδιαφωτίζω] (στον Ερωτόκρ.) τα ξημερώματα, το πρώτο χάραμα …   Dictionary of Greek

  • Αούστερλιτς — (Austerlitz). Γερμανική ονομασία της κωμόπολης Σλάφκοφ στην επαρχία Μοραβίας της Τσεχίας, κέντρου αγροτικής περιοχής. μάχη του Α. Αποφασιστική φάση του πολέμου μεταξύ των ενωμένων αυστριακών και ρωσικών δυνάμεων εναντίον του Ναπολέοντα Α’, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”